- ανειρήνευτος
- -η, -οαυτός που δεν περνά τις μέρες του ειρηνικά: Ζούσε σε ανειρήνευτο αγώνα με τον ίδιο του εαυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν ειρηνεύει ποτέ, δεν μπορεί να ζει ειρηνικά ή αυτός που δεν επιδέχεται ειρήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειρηνεύω. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη (1824 1893)] … Dictionary of Greek